Στην Λούλα Αναγνωστάκη
Είχα περπατήσει χρόνια
σε μονοπάτια υδάτινα, χέρσους τόπους και σπηλιές κάθε λογής
ως του αιώνα την τελευταία μέρα
όταν έφτασα στo τόπο εκείνο
κι είδα στη σειρά τα τρία παγωμένα πουλιά
την αγριόπαπια, την κουκουβάγια και το γλάρο
καθένα να φυλάει την παγωμένη ανάσα μου
στου αίματος του την πιο μύχια σφαιρίνη
και από πίσω τους άνοιγαν τα βουνά
και χυνόταν το νερό τους στη θάλασσα
καινούργιο πάντα σαν το χρόνο
Μπροστά, που κοίταζα, ήταν ένα παγόβουνο
που έλαμπε καταύγαστο
στο ερμητικό του τρίγωνο
Ξάφνου, μεταξύ λέξης και σιωπής
με μια βουή φοβερή
ανασηκώθηκε ο όγκος ο υποθαλάσσιος
τεράστιος όπως ήταν σε σχέση με τον έξω
και γύρισαν ανάστροφα οι ραφές της ύπαρξης
με το σουλούπι της ψυχής
να αποσφραγίζεται δαιμόνιο
τα λέπια του να σπαρταρούν από την ποτισμένη αλμύρα
και να γλιστρούν από τον ορθό τώρα πυθμένα
μυστικά χιλιοσφράγιστα
από το αίμα των προγόνων ως το μικρό το
ανεξήγητο πετάρισμα στα βλέφαρα
Τότε, πρόσεξα στη βάση
τη βρωμισμένη απ’ το πλαγκτόν κι από το χρόνο
εγκιβωτισμένο στον πάγο
ένα μικρό όγκο κόκκινο που μου’ μοιαζε
δεν τόλμησα ούτε να σκεφτώ τι ήταν
μόνο πραγματικότητα έβλεπα
Γεωμετρία
όμοια τρίγωνα
το ένα τ’ ουρανού και τ’ άλλο του θανάτου.
2 comments:
Πολλά θαυμαστικά γι αυτό, αλλά και για του Χειμωνά:
Νεκροί πολλοί - τα πτώματα στο παγοδρόμιο-
Αφήνουν οι ψυχές τους ραγίσματα στο πάγο
Κι επάνω καθρεφτίζονται τα δήμια πέδιλα
Την τέχνη όμως αυτή εσύ την ξέρεις
Αφηγητής μαζί και ήρωας και γράφεις
Ξέρεις εσύ πως είναι όταν δεν είμαστε στον κόσμο
Κι αδύνατον
(!!!)
ariel, to xeiw diabasei blepo to biblio.
Post a Comment