Ιστορικά, το ελληνικό διήγημα αφού κατέφυγε πρώτα στην επαρχία, όπου μας έδωσε μερικά εξαιρετικά κείμενα, σταδιακά, εδώ και μισό αιώνα άρχισε να επιστρέφει στην Αθήνα. Αρκετοί δε συγγραφείς που ήρθαν στην πρωτεύουσα από επαρχιακές πόλεις και χωριά, ξεχώρισαν από τους συναδέλφους τους του άστεως για την ουσιαστικότερη σχέση που είχαν με τον λόγο αλλά και με την δυνατότητά τους για κατάδυση στο βάθος των πραγμάτων.
Κορυφαίος ανάμεσά τους ο Σωτήρης Δημητρίου, ο οποίος γεννήθηκε στην Πόβλα Θεσπρωτίας και μεγάλωσε στην Ηγουμενίτσα. Ο συγγραφέας πρωτοεμφανίστηκε στην πεζογραφία το 1987, με τη συλλογή διηγημάτων «Ντιαλίθ’ ιμ Χρηστάκη» και σχεδόν αμέσως κατέκτησε μια εντελώς ξεχωριστή θέση στα ελληνικά γράμματα. Σε κάθε του παράγραφο ο αναγνώστης έρχεται σε επαφή με την «πραγματική ζωή», σε μια εποχή, κατά την οποία στην Ελλάδα κυριαρχεί ένα μυθιστόρημα που κρυφοκοιτάζει εκτός των συνόρων, βασισμένο σε ευφάνταστες πλοκές και σε ξένες επιρροές. Ο Δημητρίου, μακριά από τα άγχη του συρμού της μαζικής λογοτεχνίας και τους κομφορμισμούς του μοντερνισμού, συνεχίζει την αφήγηση των μεγάλων προπολεμικών ελλήνων πεζογράφων, χωρίς ποτέ να ξεχνά την εποχή του, παράγοντας ένα εντελώς ιδιοσυγκρασιακό έργο της ελληνικής γραμματείας.Γνωστός κυρίως από τις συλλογές διηγημάτων του: «Ντιαλίθ’ ιμ Χρηστάκη» (1987) «Ένα παιδί από τη Θεσσαλονίκη» (1989) «Η φλέβα του λαιμού» (1998), «Η βραδυπορία του καλού»(2001) με στάση στο μυθιστόρημα «Ν’ ακούω καλά τα’ όνομά σου» (1993) και το αφήγημα «Τους τα λέει ο Θεός» (2002), ο συγγραφέας ξεχωρίζει από τους ομότεχνούς τους για δυο κυρίως λόγους. Ο πρώτος είναι η λιτή του έκφραση η οποία εδράζεται επιτυχώς σε λέξεις - απόηχους παλιών τόπων και διαλέκτους της υπαίθρου, ενώ είναι πλούσια από ιδιωματισμούς της ιδιαίτερης πατρίδας του. Οι διάλογοι είναι κοφτοί και άμεσοι, η γλώσσα συνειρμική, διάστικτη από λόγιες εκφράσεις. Η άλλη ειδοποιός διαφορά του, είναι η ειδική θεματολογία του, η οποία εστιάζει στους «απόκληρους» της κοινωνίας, στους «μη προνομιούχους» της ζωής σε μια εποχή όπου το αστικό μυθιστόρημα αναλώνεται κυρίως στην λαμπερή πλευρά του φάσματος.
Οι ήρωες του Δημητρίου ζουν και κινούνται κάτω από την επιφάνεια της οργανωμένης αστική ζωής, συνεπώς πολύ εγγύτερα στις τεκτονικές πλάκες της ύπαρξης. Εσωτερικοί και εξωτερικοί μετανάστες, προσφυγόπουλα, άνθρωποι της οδύνης, μεταναστεύουν κυριολεκτικά και συμβολικά, κρατώντας μυστικό το διαβατήριο της ζωής τους. Ξεριζωμένοι υπάλληλοι του δήμου, ταπεινοί άνθρωποι των σκουπιδιών, ηττημένοι του έρωτα, ανέστιοι, εξόριστοι της στιλπνής καθημερινότητας, περιπλανώμενοι, λοξοί - συνιστούν μια υποφωτισμένη ανθρώπινη πανίδα που απλώνεται στις σελίδες με τις μικρές - μεγάλες ιστορίες της. Ο συγγραφέας παρακολουθεί με τρυφερότητα τα κρυφά, ανομολόγητα πάθη των ηρώων του, χωρίς ποτέ να εκπίπτει στον μελοδραματισμό. Μέσα από την αναμόχλευση του ψυχολογικού βάθους των χαρακτήρων, επιχειρεί να ανασύρει στην επιφάνεια εκείνες τις ανθρώπινες ουσίες που υπερβαίνουν το ιστορικό και κοινωνικό στίγμα των φορέων τους και μετατρέπονται σε ακέραια ανθρώπινα μεγέθη. Η λογοτεχνία του Σωτήρη Δημητρίου τιμά τον πλούτο της φτώχιας, δίχως να υπερβάλλει και δίχως να τον στολίζει με ρητορικά φτιασίδια. Με λιγοστά, απλά μέσα κατορθώνει να ανασκάψει δυσπρόσιτα και δυσερμήνευτα ψυχικά τοπία. Τα διηγήματα του συνήθως είναι εκκρεμή, ανοιχτά στην αμφισημία και δεν καταλήγουν σε μια κλασική κάθαρση, αφήνοντας έτσι στον αναγνώστη την ερμηνεία των πολλαπλών υπαινιγμών που τα διακρίνει. Υπάρχει στον Δημητρίου μια στρατηγική σιωπής, όπου ο συγγραφέας δείχνει χωρίς να λέει, εμπλουτίζοντας τους ακραίους ήρωες του με ένα δραματικό βάθος πρωτόγνωρο στη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία. Λίγα στη γραφή του εξαρτώνται από τους διαλόγους. Ο συγγραφέας εστιάζει στις πράξεις: αθόρυβες, υποτονικές, ή υπόγειες, φωτίζουν κομμάτια της ψυχής, μέσα από ένα σοφά επεξεργασμένο συγγραφικό κιαροσκούρο. Στα κείμενα του υπάρχει συνήθως ένας τρόπον τινά «μη ισορροπημένος» ερωτισμός γεμάτος ανομολόγητα πάθη.
Συνολικά το έργο του είναι ένα «work in progress», μια προσπάθεια τοιχογραφίας της «εκτός των τοιχών» κοινωνικής πραγματικότητας, σε μια εποχή που η Αθήνα μετατρέπεται σε πολυπολιτισμική μητρόπολη και η Ελλάδα σε χώρα κλειδί της Νοτιανατολικής Ευρώπης.Θα μπορούσε κανείς να διακρίνει στον Δημητρίου μια έλλειψη μετατόπισης στη θεματολογία του και μια εμμονή στο ίδιο ανθρωπομορφικό φόντο, αν δεν ερχόταν το τελευταίο του «αφήγημα», «Τα οπωροφόρα της Αθήνας» (2005) να ανατρέψει αυτή την αίσθηση. Πρόκειται για ένα ξεδίπλωμα αισθημάτων, συλλογισμών και παρατηρήσεων που εγκαινιάζει θα λέγαμε μια πρωτότυπη φόρμα, που δεν είναι ούτε μυθιστόρημα, ούτε διήγημα, αλλά ένα κείμενο στο οποίο ο συγγραφέας υποδέχεται τον αναγνώστη στο εργαστήριο της γραφής του και μοιράζεται μαζί του μύχιες σκέψεις, διατηρώντας ωστόσο ακέραιο το αφηγηματικό του κύρος.
Κείμενο για τον Σ.Δ που δημοσιευται στην τελευταια εκδοση του "Λογοτεχνικου κανόνα" Lettres Europeennes. Επιμέλεια Α.Σ.
4 comments:
Ακόμη θυμάμαι το κείμενο του Σωτήρη Δημητρίου "Σχολείον" στο 5ο τεύχος του εφ (του περιοδικού του Φεστιβάλ Αθηνών)... τρυφερά δυνατό στην ευγένεια και την απλότητα του.
Μπράβο και σε σας.
Αυτό θέλω να σας το πω από τότε που διάβασα ένα κείμενο σας για τον Χατζηγιαννίδη και το Independent Foreign Fiction Prize ...
Τα διηγήματα του μου άρεσαν πολύ. Dεν μπορώ να πω όμως το ίδιο και για τα μεγαλύτερά του κείμενα.
Είναι κάποιοι γεννημένοι διηγηματογράφοι, άξια μέλη της συμμορίας του Μωπασάν.
Κι εκτός από αυτά, είναι πολύ σεμνός άνθρωπος.
χαίρομαι πολύ που έγραψες γι' αυτό το λογοτέχνη. χαίρομαι πάρα πολύ. είναι ένας άνθρωπος που θαυμάζω, και μιλούν στην ψυχή μου τα κείμενά του εκείνα που ακριβώς περιβάλλουν με την αιχμηρή αλήθεια της τρυφερότητας αυτούς τους "μη προνομιούχους"
Post a Comment