Κοσμοπολιτισμός η εντοπιότητα; Τι ρόλο παιζει η παράδοση στα έργα της νέων λογοτεχνών μας; Ένα βιβλίο Έλληνα συγγραφέα που διαδραματίζεται ολόκληρο εκτός Ελλάδος προχωρά την τοπική λογοτεχνία; Ένα παλιό δίλημμα παρελθόντων ετών σημερα φωτίζεται εντελώς διαφορετικά.
Πριν από κάτι μηνες διάβασα σε άρθρο του Δημοσθένη Κουρτοβικ, την άποψη πως οι νέοι Έλληνες συγγραφείς μοιάζουν συνειδητά αποσυνδεμένοι από την παράδοση και τις εμπειρίες των προηγούμενων γενεών. Πιστεύει μάλιστα ότι η χειραφέτησή τους αυτή είναι ακόμα πολύ πρόσφατη για να αποτρέψει τις υπερβολές μιας ελευθερίας που βιώνεται κυρίως σαν άρνηση κάθε μορφής επικαθορισμού και επισημαίνει ένα «κενό πραγματικότητας» στη νεότερη Ελληνική λογοτεχνία και ένα έλλειμμα βάρους και βάθους. Ποιος όμως είναι ο λόγος που οδήγησε την νεότερη γενιά των Ελλήνων συγγραφέων στο να «προσπεράσουν» την παράδοση, και γιατί παρατηρείται αυτή η εγγενής άρνηση της συγκεκριμένης γενιάς να «κατηγοριοποιηθεί»;
Ο Βασίλης Παπαβασιλείου είπε κάποτε πως οι παλαιότεροι ήταν «πρίγκιπες των μισών πραγμάτων», ενώ, σήμερα, τα νέα παιδιά είναι «πριγκιπόπουλα πολύ μικρότερων κλασμάτων». Η νέα γενιά συγγραφέων έζησε εξ αντανακλάσεως τα τελευταία σημαντικά γεγονότα της πρόσφατης ιστορίας μας. Τη δεκαετία του 80, οι νεότατοι εκπρόσωποι της εμφανίστηκαν για πρωτη φορά με έναν νεανικό, άμεσο λόγο μιλώντας για τα πράγματα της γενιάς τους. Οι συγγραφείς αυτοί εξέφρασαν την κόπωση από το βαρύ ιστορικό φορτίο που κληρονόμησαν κι ως ένα σημείο φώτισαν τη μεταιχμιακή συνθήκη της εποχής της εμφάνισης τους.
Η ακόμα νεότερη γενια όμως, είχε το προνόμιο(;) να «ανδρωθεί» μέσα από την τεχνολογική επανάσταση, το άνοιγμα των επικοινωνιών και την παγκοσμιοποίηση. Οι συγγραφείς της ταξίδεψαν, έζησαν στο εξωτερικό, διάβασαν ξένη λογοτεχνία πριν ίσως διαβάσουν ελληνική, πρωτοέγραψαν σε υπολογιστή, πλοηγήθηκαν από πολύ μικροί στο δίκτυο. Συγγραφείς μιας γενιάς η οποία, αντίθετα με την προηγούμενη δεν είχε «ορατό εχθρό» (αν και ο «εχθρός» είναι πλέον πανταχού παρών, αόρατος, και το χειρότερο, ενίοτε γοητευτικός), βρέθηκαν απότομα σ’ ένα νέο γενναίο κόσμο όπου οι «ισμοί» έδιναν τη θέση τους στα «τρία w», την εικόνα και την εικονικότητα.
Ό συγγραφέας όμως είναι ένα πλάσμα που διψάει για έμπνευση. Όταν αίφνης ολόκληρος ο κόσμος βρίσκεται στο γραφείο του, ή όταν έχει τη δυνατότητα να πάει o ίδιος να τον συναντήσει, δεν υπάρχει περίπτωση να αγνοήσει την πρόκληση. Πιστεύω πως η όποια απομάκρυνση των νέων συγγραφέων από την «παράδοση», δεν οφείλεται σε μια ανάγκη πατροκτονίας ή απαξίας του παρελθόντος. Ήταν ίσως, το φυσικό αποτέλεσμα μιας απότομης μεγέθυνσης, μιας γιγάντιας εκτίναξης που διακτίνισε το «οικουμενικό» απ’ ευθείας στο γραφείο προς επεξεργασία.
Δίκιο έχει ο Κούρτοβικ όταν λέει ότι οι ιστορικές συνθήκες βοήθησαν τη νέα γενιά ώστε να κάνει αναίμακτα μια κάθετη τομή. Κάθε ουσιαστική ρήξη προϋποθέτει και αιμάτινο αντίτιμο. Από την αλάνα στο συμπαντικό γήπεδο η απόσταση είναι μεγάλη, και μπορεί ενίοτε ο παικτης να παρασυρθεί νομίζοντας πως αυτόματα θα παίξει μεγαλη «μπάλα».
Δεν ξεχνάμε βέβαια ότι ζούμε σε μια χώρα, οπου η νοσταλγία για τα παλιά είναι σχεδόν γονιδιακή. Ο καημός του Έλληνα είναι να μιλάει για το παρελθόν του. Σε μια εποχή όπου στις δυτικές κοινωνίες (ειδικά στις προτεσταντικές) ζητούμενο είναι η αυτοπραγμάτωση, η ελληνική, που βασίζεται σε συνεκτικές «μαζικές» δομές - οικογένεια, κόμματα, παρέες, ορθοδοξία - είναι φυσικό να αντιδρά σε μια απότομη, ατομοκεντρική «πτήση προς το άγνωστο». Μια «πτήση» που φυσικά ενέχει και όλα τα προβλήματα που αναφύονται όταν ξαφνικά αποκτάς δωρεάν εισιτήριο σε χώρους που άλλοτε φάνταζαν τόσο μακρινοί.
Η Ελληνική λογοτεχνία κάνει τα πρώτα της βήματα ως μια περιφερειακή ευρωπαϊκή λογοτεχνία με τις ποικίλες φυσικά ιδιαιτερότητες της. Η κατά τη γνώμη μου υγιής αυτή αντανακλαστική «απείθεια» των νέων Ελλήνων συγγραφέων πρέπει πλέον να βρει την αυθεντικότητά της. Να συνδέσει δηλαδή τις «οικουμενικές» συνθήκες που γέννησαν τη χειραφέτησή της με την ιδιαιτερότητα του τόπου στον οποίο αναπτύχθηκε.
13 comments:
Απ' την άλλη, ο Καρνέζης (ο οποίος είναι φρέσκος στο μυαλό μου απ' την προχθεσινή εκδήλωση στο Μέγαρο)έγραψε για την Ελλάδα του παρελθόντος μέσα από το πρίσμα του παρόντος, με αποστασιοποιημένη αντικειμενικότητα (λόγω της απόστασης)... κι αυτό θα τολμούσα να το πω 'αυθεντικό' με την αντίστροφη έννοια ... πιστεύω για να είναι κανείς σύγχρονος και οικουμενικός, πρέπει πάνω απ' όλα να ερμηνεύει σύγχρονα (το παρελθόν ή το παρόν, δεν έχει τόση σημασία)... αλλά αυτό προυποθέτει αποστασιοποίηση συναισθηματική και κάποιες φορές γεωγραφική ... και οικουμενική παιδεία, κάτι που είναι δύσκολο να αποκτήσει κανείς στην Ελλάδα.
Καλημέρα. Η σύνδεση των «οικουμενικών» συνθηκών με την ιδιαιτερότητα του τόπου είναι μια προσέγγιση. Είναι απαραίτητη όμως η σύνδεση με την ιδιαιτερότητα του τόπου? Γιατί?
Αν παρουσιάζεται «έλλειμμα βάρους και βάθους» στη νεότερη ελληνική λογοτεχνία ίσως δεν πρέπει να το αποδώσουμε στην αποσύνδεσή της από την παράδοση ούτε στο ότι οι σύγχρονοι έλληνες λογοτέχνες δεν έζησαν «τραγικές» με την συμβατική έννοια ιστορικές στιγμές (παγκόσμιοι πόλεμοι, εμφύλιοι, άλλες πολιτικές καταστάσεις).
Δεν αρκεί ο συνεχής και διαχρονικός εσωτερικός πόλεμος-αγώνας-ανασφάλεια-αμφισβήτηση-ταυτότητα-αιτία? Δεν αρκούν γεγονότα που συμβαίνουν σε άλλες γειτονιές του πλανήτη ή και ακόμα η νέα πολυπολιτισμική μορφή που παίρνει πια και η εσωστρεφής και κλειστή μέχρι πριν από λίγο καιρό χώρα μας?
Ίσως τελικά το «έλλειμμα βάρους και βάθους» να οφείλεται και στην τεχνολογία που βομβαρδίζει με όλα αυτά τα συμβαίνοντα και μετά απαιτεί δυσανάλογα μεγάλη προσπάθεια για εσωτερική επεξεργασία, εμβάθυνση, αφομοίωση. Ίσως επειδή γίνονται όλα λίγο φαστ φουντ. Πολυάριθμες νέες εκδόσεις, πολλές θεατρικές παραστάσεις, πολλά «μαζικά-αρπαχτές» πολιτιστικά events. Κοσμοπολιτισμός με βάθος και όχι μόνο πλάτος, ίσως?
Φίλε Αλέξη το κείμενο σου λεει τα πράγματα όπως ακριβώς είναι.
Έχεις απόλυτο δίκιο.
Οι περισσότεροι σύγχρονοι δημιουργοί έχουν την οικουμενικότητα τατουάζ στο πετσί τους κι έχουν ξορκίσει την προγονολαγνεία απ το «αίμα τους».
Από την άλλη όμως μεριά δεν ξεχνώ ότι ο «Βραχνός Προφήτης» του Θανάση Παπακωνσταντίνου, ότι καλύτερο έχει να επιδείξει η ελληνική μουσική τα τελευταία χρόνια κατάφερε και συνδέσει το οικουμενικό με το παραδοσιακό.
Και ήταν ένα αριστούργημα...
«...Σε μια εποχή όπου στις δυτικές κοινωνίες (ειδικά στις προτεσταντικές) ζητούμενο είναι η αυτοπραγμάτωση, η ελληνική, που βασίζεται σε συνεκτικές «μαζικές» δομές - οικογένεια, κόμματα, παρέες, ορθοδοξία - είναι φυσικό να αντιδρά σε μια απότομη, ατομοκεντρική «πτήση προς το άγνωστο»...»
Στις παραπάνω φράσεις βρίσκεται όλη η αλήθεια. Επακριβώς όλη.
Εγώ έχω να προσθέσω μόνο, ότι πολύ συχνά ξυπνώ από όνειρα με φανταστικούς διαλόγους όπως:
«Για ποιους έγραψα το πρώτο βιβλίο; Για ποιους θα γράψω το δεύτερο; Σε ποιους απευθυνόμουν με το πρώτο; Σε ποιους θ' απευθυνθώ με το δεύτερο;»
Κι ο απέναντί μου, μου απαντά «Μην κάνεις τέτοιες ερωτήσεις, γράψε ότι τραβάει η καρδιά σου... ότι υπάρχει και είναι να βγει ας βγει τέλος πάντων... μην κάνεις κατασκευές...»
Κι εγώ του απαντώ «Ναι εντάξει... αλλά αν έγραφα με αγγλοσαξονικό ψευδώνυμο τοποθετώντας τη δράση ξέρω ‘γω που στον πλανήτη κι έβγαινα στις γνωστές εκδόσεις τσέπης ε τότε το ευπώλητο και-βάλε-κι-άλλη-μια-ντουζίνα το είχα για πλάκα...»
«Α ναι; Γι’ αυτό γράφεις;» μου απαντά υπεροπτικά ο απέναντί μου και συνεχίζει «Πρώτον οι γνωστές εκδόσεις τσέπης και το αγγλοσαξονικό ονοματεπώνυμο δεν είναι διόλου συνώνυμα του best seller και δεύτερον θα επαναλάβω, για το best seller γράφεις;»
Συνήθως δεν απαντώ. Μόνο ξυπνώ.
Επίσης, πρόσφατα έκανα μία πρόβα. Ένα τεστ. Το ακόλουθο:
“Κατέβασα” μέσω Internet την αφίσα μίας καινούριας Αμερικανικής κινηματογραφικής ταινίας την ύπαρξη της οποίας γνώριζα καιρό πριν βγει στην Ελλάδα. Δεν θα πω ποιας. Όλος τυχαίως προβάλλεται αυτή την εβδομάδα σε αρκετές Αθηναϊκές αίθουσες. Και οι “κριτικές” που έχει ήδη λάβει από τους γνωστούς “κριτικούς” είναι οι χειρότερες. Tην έβαλα λοιπόν στο iPhoto και της αφαίρεσα τους τίτλους. Όλους. Και τον τίτλο του φιλμ και τους συντελεστές. Κοιτώντας την έτσι “σκέτη” διαπίστωσα πως ο/η/οι ηθοποιός/οι στην αφίσα δεν ήταν σχεδόν καθόλου αναγνωρίσιμος/η/οι αλλιώς αυτό που πήγαινα να κάνω δεν θα είχε κανένα νόημα. Την έφερα στις διαστάσεις ενός εξωφύλλου βιβλίου και την έδειξα στο έτσι, στο ξαφνικό, σε μία εντελώς out of the blue (που λέμε και στα Νέα Ελληνικά) στιγμή σε δύο διαφορετικούς ανθρώπους που γνωρίζουν το story του επόμενου βιβλίου μου πολύ καλά.
Ο πρώτος από τους δύο, είχε την πλέον μοναδική αντίδραση, (ίδια σε περιεχόμενο με του δεύτερου αλλά απείρως πιο εκφραστική), είπε «Α! Το εξώφυλλο του δεύτερου βιβλίου; Ω! Έλα μωρέ! Καταπληκτικό! Μα ταιριάζει τέλεια! Τέλεια!»
Να προσθέσω εδώ τώρα, το αληθινά σημαντικό: Το story της ταινίας είναι τόσο βαθύτατα αμερικανικό, όπως και η αφίσα βέβαια, όπου το ερώτημα επανέρχεται αμείλικτο: «Για ποιους γράφω; Για “τους εδώ” που την συγκεκριμένη ταινία την θεωρούν μια “τραγική αμερικανιά” ή αν όχι, τότε για ποιους;»
Αλήθεια, γιατί θα πρέπει να προσαρμόσω το γραπτό μου έτσι ώστε να αρέσει “στους εδώ” έτσι ώστε να μην θεωρηθεί “τραγική αμερικανιά”;
Ή μήπως, κάποιος, επιτέλους, για να επανέλθω στην προβληματική που θέτει το post του Αλέξη, ας βάλει καλά στο μυαλό του ότι η Ελληνική κοινωνία, εδώ και πολύ καιρό, μοιάζει πάρα πολύ (για να το πω έτσι απλοϊκά) στις “Δυτικές” και άρα κάποια πράγματα, ανάλογα τον συγγραφέα, θα εκφραστούν με “Δυτικούς” τρόπους;
Ή μήπως γι’ αυτό, μιας που οι περισσότεροι “νέοι” συγγραφείς έχουμε ζήσει αρκούντως εκτός Ελλάδος τοποθετούμε τη δράση του βιβλίου μας εκτός Ελλάδος; Μήπως γιατί μόνο έτσι θα γίνει αποδεκτό; Μήπως γιατί μόνο έτσι θα αποφευχθεί το προαιώνιο «αυτά συμβαίνουν μόνο αλλού και όχι στην Ελλάδα»;
Η “νέα” γενιά συγγραφέων λοιπόν, δεν είναι μόνο ότι έχει βιώσει ήδη όλα αυτά που περιγράφει ο Αλέξης, είναι κι ότι υπάρχει μέγιστη πιθανότατα να θέλει να τα εκφράσει και αναλόγως. Ολίγον “αμερικάνικα”. Εδώ στην Ελλάδα. Γιατί η Ελλάδα του 2007 είναι περισσότερο “Αμερική” πια από ποτέ. Με όσα αρνητικά αλλά και θετικά σέρνει αυτό μαζί του.
Και επιτέλους, ξανά, ο “εμφύλιος”, οι “χαμένες πατρίδες”, οι “ιστορίες της επαρχίας”, και άλλα παρόμοια, πουλάνε ακόμη και πουλάνε πολύ, γιατί διαβάζονται πολύ αλλά και γιατί ναι˙ τα περισσότερα από αυτά είναι πραγματικά καλή λογοτεχνία, κι ο διαχωρισμός των “ειδών” που κάνω είναι απλοϊκός, αλλά επιτέλους, υπάρχει και κάτι άλλο που θα πρέπει να σταματήσει να είναι το “άλλο”. Αλλιώς θα γίνει “Το Άλλο” και θα πρέπει να ειπωθεί όπως το “Alien”. Αλλά από τη μεριά του “Alien”...
«Αυτό που συμβαίνει είναι η αλλοτρίωση. Αυτό συμβαίνει. Αυτό παθαίνετε... σας αλλοτριώνουν...» μου έλεγε ο πατέρας μου.
Πολύ συχνά ήθελα να του πω «Άμα είναι να μας αλλοτριώνουν γιατί δε μας απαλλοτριώνουν να πάρουμε και ΄κανα φράγκο να ησυχάσουμε πια...»
Πότε θα τελειώσει αυτό αλήθεια; Νόμισα ότι είχε τελειώσει. Όχι;
eva, ο καρνεζης ειαι μια ιδιοτυπη περιπτωση ια και ειναι ο μονος νεος ελληνας συγγραφεας που γραφει σε ξενη γλωσσα. Θα ειχε πολυ ενδιαφερον να δουμε ενα βιβλιο του γραμμενο απ ευεθιας στα ελληνικα.
αγγελα, καλως η κανος ζουμε σε πληθωριστικές εποχες-παντου. Η εποχη της προσβασης. Προσωπικα δεν το βρισκω αρνητικο. Αυτη ειναι εποχη, ας δουμε τι θα φερει. Οσο για τον τοπο, ειναι κατι για τον καθενα τοσο υποκειμενικο οσο το ντι-εν -ει του
βιτα, το να γραφεις για το τοπο σου δεν σημαινει αναγκαστικα προγονολατρεια. Φυσικα και δεν εχουμε ερθει εδω με παρθενογεννεση. Ο διαλογος μας με την παραδοση ωστοσο, ισως δεν ειναι πλεον απ' ευθειας" οπως πχ ευαγγελιζεται ο κυριος Τσουμί για το Μουσειο και τον Βραχο της Ακροπολης. Στην περιπτωση μοιαζει να μεσολαβουν αρκετα κτιρια "Κουρεμενου". τΟ αν ο εκαστοτε δημιουργός θα τα γκρεμισει η οχι εξαρταται αποκλειστικα απο τη δικη του προθεση. Και εκει πρεπει να κρινεται ο καλλιτεχνης. αναλογα με την προθεση του και οχι σε σεση με καποιες εξωθεν επιβαλλομενες "προγραμματικες δηλωσεις".
βιτα, το να γραφεις για το τοπο σου δεν σημαινει αναγκαστικα προγονολατρεια. Φυσικα και δεν εχουμε ερθει εδω με παρθενογεννεση. Ο διαλογος μας με την παραδοση ωστοσο, ισως δεν ειναι πλεον απ' ευθειας" οπως πχ ευαγγελιζεται ο κυριος Τσουμί για το Μουσειο και τον Βραχο της Ακροπολης. Στην περιπτωση μοιαζει να μεσολαβουν αρκετα κτιρια "Κουρεμενου". τΟ αν ο εκαστοτε δημιουργός θα τα γκρεμισει η οχι εξαρταται αποκλειστικα απο τη δικη του προθεση. Και εκει πρεπει να κρινεται ο καλλιτεχνης. αναλογα με την προθεση του και οχι σε σεση με καποιες εξωθεν επιβαλλομενες "προγραμματικες δηλωσεις".
Γιωργο τον απεναντι εαυτό, αυτον που λεει "Μην κάνεις τέτοιες ερωτήσεις, γράψε ότι τραβάει η καρδιά σου... ότι υπάρχει και είναι να βγει ας βγει τέλος πάντων... μην κάνεις κατασκευές...»
αυτον να ακους. Να σαι καλα!
Καλησπέρα σας, πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση. Θα έλεγα το εξής, αναπτύσσοντας αυτό που λέτε για την παρθενογένεση. Οι νέοι άνθρωποι των πολλών ταξιδιών, των επαφών, των σπουδών, της ζωής εκτός συνόρων και της μεγάλης εξοικείωσης με τη σύγχρονη τεχνολογία δεν είναι παρά τα παιδιά και τα εγγόνια κάποιων Ελλήνων που ΔΕΝ ζούσαν έτσι. Αυτή ακριβώς τη συνέχεια καλείται ίσως να κατανοήσει και να αποδώσει (ο καθένας με το δικό του τρόπο εννοείται και με το επιμέρους θέμα που γουστάρει)ο νέος συγγραφέας.
αγαπητη πελεγκρινα συμφωνω απολυτως kαι να προσθεσω οτι παιδια πολλων ανθρωπων ειναι τα λόγια μας...
Post a Comment