Ευτυχία Παναγιώτου: "Εντευκτήριο" / Δεκέμβριος 2006 και «Σκότωσε τα αγαπημένα σου»: ανέκδοτα σπαράγματα από την Αμερικάνικη Φούγκα. Τι σημασία έχουν για έναν αναγνώστη και τι για ένα συγγραφέα;Α.Σ.: Αυτά τα «ανέκδοτα σπαράγματα» όπως πολύ εύστοχα λέτε, είναι κομμάτια που αγαπούσα, τα οποία όταν τα πρωτοδιάβασα, μου άρεσαν πολύ και τα άφησα στη θέση τους. Όμως σε κάποια επόμενη ανάγνωση – διόρθωση κατάλαβα πως δεν είχαν κανένα λόγο ύπαρξης. Επαναλάμβαναν (έστω και με έναν τρόπο που μου άρεσε πολύ) πράγματα που είχαν ήδη ειπωθεί και καθυστερούσαν το ρυθμό της αφήγησης. Πολλές φορές εκείνο που αγαπάς περισσότερο είναι εκείνο που αποπροσανατολίζει, αναχαιτίζει, παρεκκλίνει. Μια λύση υπάρχει: η «θυσία». «Σκότωσε τα αγαπημένα σου», μια μέθοδος που προσπαθώ να ακολουθώ. Αν και ακούγεται ως ένα είδος αυτοτιμωρίας, συνήθως αποβαίνει υπέρ του συνολικού αποτελέσματος. Ενώ για έναν συγγραφέα η «θυσία» αυτή έχει μεγάλη σημασία, ο αναγνώστης ωστόσο δεν θα την αντιληφθεί ποτέ. Δεν θα μάθει ποτε ότι πίσω από την σελίδα που διαβάζει μπορεί να υπάρχουν πέντε ή δέκα.
Μέσα από την άρνηση φωτίζεται καλύτερα η κατάφαση; «Σκοτώνεις» κάτι μέσα σου για να το αναβιώσεις καλύτερο από τις στάχτες;Δεν ξερώ αν μέσα από τις στάχτες η φράση – παράγραφος- σελίδα- κεφαλαίο αναβιώνει, ή αναγεννάται ως φοίνικας. Όπως και να ’χει, η θυσία αυτή αναζωογονεί. Το κλάδεμα ενισχύει την ανθοφορία, το ξεχορτάριασμα καθαρίζει τον αγρό. Εκτός όμως από «αποσπάσματα» ο συγγραφεας οφείλει να σκοτώνει κάτι ίσως πολύ πιο σημαντικό. Τις ευκολίες του, τις μανιέρες του, τα άμεσα αντανακλαστικά του, αλλά ποτέ τις εμμονές του. Αυτές, κατά τη γνώμη μου, οφείλει κάθε φορά να τις φωτίζει αλλιώς.
Κάτι μήπως σαν το στίχο του Τομ Γουέιτς: «The things we can’t remember tell the things we can’t forget»… Πόσο χαρακτηρίζει τους ήρωες των μυθιστορημάτων σας αυτό το παιχνίδι λήθης/μνήμης;Εδώ θα κάνω μια παρέκβαση. Αυτός ο στίχος με οδηγεί συνειρμικά σε μια αγαπημένη παρομοίωση ως προς την παρουσία ή μη του συγγραφέα στο κείμενο (το περίφημο "αχνοφέγγισμα" του δημιουργού). Κάθε βιβλίο είναι ένα "ανάποδο στριπτίζ": αρχίζεις με σένα, κι υστέρα φοράς τόσους μανδύες (ενδύματα) στον ήρωα σου, ώστε κάποια στιγμή έχεις ξεχάσει και το ίδιο σου το σώμα, το οποίο, ωστόσο, για τον προσεκτικό αναγνώστη, "αχνοφέγγει" κάτω από τα "φύλλα του κρεμμυδιού". Το ίδιο, σε ένα άλλο επίπεδο, ισχύει και για τους ήρωες σε κάποια βιβλία μου. Οι απανωτοί μανδύες τους έχουν φέρει σε μια κατάσταση αμνήμονος, ωστόσο είναι ακριβώς αυτά τα επάλληλα επίπεδα που φωτίζουν καθαρότερα εκείνο που ο εκάστοτε ηρωας προσπαθεί να ξεχάσει. Το πώς και γιατί προσπαθείς να απωθήσεις κάτι δείχνει ακριβώς και την αξία που αυτό το κάτι έχει για σένα.
Οι ήρωές σας αναζητούν συχνά την ταυτότητά τους. Τι φτιάχνει μια «ταυτότητα»; Πρόκειται μήπως για μια ψευδαίσθηση, ίσα που να εκπληρώνει την ψυχολογική ανάγκη του ανθρώπου για κάποιο σημείο αναφοράς;
Όταν ο άνθρωπος προσπαθεί να ορίσει τον εαυτό του μέσα από ένα πλέγμα ιδιοτήτων δεν καταλήγει σε μια ταυτότητα, αλλά σε μια συρραφή χαρακτηριστικών. Η λέξη δεν μου αρέσει. Μου φαίνεται πως η ταυτότητα είναι η κλοπή του εαυτού. Ας την βάλουμε λοιπόν σε εισαγωγικά για να αναληφθεί σε ένα πιο ουσιαστικό επίπεδο. Το μαγικό λοιπόν με την «ταυτότητα» υπό αυτή την έννοια, είναι, ότι δεν συνιστά το σύνολο όσων είμαστε, δεν είναι ένας κατάλογος ιδιοτήτων, αλλα κάτι πολύ πιο βαθύ, σχεδόν άρρητο. Εξ άλλου οι εξωτερικές επιρροές που μας καθορίζουν δεν είναι σταθερές αξίες, όλα διυλίζονται μέσα από την εσωτερική τους εγγραφή. Όπως λέει η Αν Σέξτον : Δεν έχει σημασία ποιος ήταν ο πατέρας μου, εκείνο που έχει σημασία είναι ποιος θυμάμαι εγώ ότι ήταν».
Το «Σκότωσε τα αγαπημένα σου» ως σύλληψη μοιάζει με τις αμοντάριστες σκηνές μιας ταινίας, που βλέπουμε τελευταίως στα dvd… Πώς βλέπετε τη σχέση λογοτεχνίας-κινηματογράφου στο μέλλον;
Ίσως λοιπόν κάποτε στα βιβλία θα προσθέτουμε στο τελος τις «κομμένες» σκηνές… Λογοτεχνία και σινεμά είναι πολύ κοντά και πολύ μακριά. Η διαφορά είναι ότι το ένα είδος διηγείται μια ιστορίες με λέξεις και το άλλο με εικόνες. Κάποιες φορές μια εικόνα είναι όντως χίλιες λέξεις, όμως, κάποιες άλλες, χίλιες εικόνες δεν μπορούν να φτιάξουν μια λέξη.
Υπάρχουν και οι αποδομιστικές θεωρίες που αρνούνται την ύπαρξη ενός, αυθεντικού εαυτού, πράγμα που θυμίζει λίγο έναν εαυτό-φούγκα…Είμαι πολύ επιφυλακτικός με τους «ισμους». Πιστεύω ότι ο καλύτερος τρόπος για να προσεγγίσουμε το ποιοι είμαστε πραγματικά είναι να ανακαλέσουμε εκείνη την ειδική ψυχολογική και διανοητική κατάσταση στην οποία νιώσαμε περισσότερο ενεργοί, ζωντανοί κι αληθινοί. Τότε που ακούσαμε μια εσωτερική φωνή να λέει « Αυτός είμαι πραγματικά».
Προτιμάτε την αρχιτεκτονική της πλοκής από την βιωματική γραφή;Ένα βιβλίο δεν είναι μονό πλοκή. Ούτε είναι μόνο συγγραφικό παραλήρημα. Η αληθινή συγγραφή είναι η διόρθωση του αρχικού "παραληρήματος" και όχι το "παραλήρημα" καθαυτό. Χρειάζεται και Άλγεβρα και Φωτιά. Και νους, στρατηγική, δομή, και έμπνευση, αυθορμησία, πάθος. Να ξέρεις που θα το πας, αλλά όχι απόλυτα. Να αφήνεσαι να σε εκπλήσσει το ίδιο το κείμενο, να μην είναι η αφήγηση πάντα «σίγουρη» για τον εαυτό της.
Η λογοτεχνία πότε γίνεται καταστροφική και πότε ευεργετική;Η συγγραφή είναι ένα είδος εμφύλιας σύρραξης στον οργανισμό του δημιουργού. Υπάρχουν στιγμές δοξαστικές και στιγμές πόνου. Αυτή η εσωτερική σύγκρουση είναι αναγκαία για να πυροδοτηθεί η ουσία.
Πόσο «βρόμικη» θα αντέχατε να γίνει;
Δεν υπάρχει βρόμικη λογοτεχνία. Αν εννοείτε σκληρή, τότε οφείλει να γίνει σκληρή όσο της επιβάλλει το θέμα της.
Για ποιο κοινωνικό όραμα θα μπορούσε στις μέρες μας να παλέψει η λογοτεχνία;Για όσα πάλευε πάντα. Για να εξερευνά μέσα από ιστορίες την φύση του ανθρώπου. Η λογοτεχνία δεν είναι εργαλείο κοινωνικών αγώνων. Έχει χρησιμοποιηθεί ως φορέας οραμάτων, αλλά μόνον εκ των υστέρων. Κανείς σημαντικός συγγραφέας δεν ξεκινάει με προγραμματικές δηλώσεις.
Λογοτέχνες που άφησαν μέσα σας τα ίχνη τους.
Αμέτρητοι. Δεν είμαι εμμονικός φαν ενός συγγραφέα. Άλλη μια μικρή παρέκβαση τώρα. Εκείνο που έπαιξε μεγαλύτερο ρόλο στο να γίνω συγγραφέας ήταν μια «αντιδικία με την πραγματικότητα» που ένιωθα από μικρός. Ο κόσμος, όπως τον ζούσα, δεν μου έφτανε. Ένιωθα την ανάγκη να «επινοήσω» έναν άλλον, εναλλακτικό, όπου ένιωθα πολύ καλύτερα. Ο πραγματικός κόσμος μου ήταν παράξενος, ανοίκειος, ήθελα να τον αντικαταστήσω με κάποιον που κατασκεύαζα στη φαντασία μου. Στην αρχή νόμιζα ότι κάτι δεν πήγαινε καλά με μένα. Όταν, πολύ αργότερα, κατάλαβα ότι η λύση δεν είναι το διαρκές ονειροπόλημα, αλλά το χιμαιρικό εγχείρημα της γραφής, κατάλαβα ότι, δόξα τω θεώ, υπήρχε τρόπος επιβίωσης…
Παρεμβατικοί επιμελητές. Είστε υπέρ ή κατά;
Απολύτως υπέρ! Το τρίτο μάτι είναι ευλογία για έναν συγγραφέα. Όταν μάλιστα είναι και εκπαιδευμένο, και επεμβαίνει, ακόμα καλυτέρα. Ο Φίλιπ Ροθ, όταν πρόσφατα πέθανε η επί δεκαετίες επιμελήτρια του, δήλωσε αν θυμάμαι καλά, κάτι σαν: «Τώρα αρχίζουν τα προβλήματα…»
Αγαπημένο τραγούδι, αγαπημένο ποίημα, αγαπημένη ταινία, αγαπημένο βιβλίο.Τραγούδι: «The Weeping Song” του Νικ Κέιβ, ποίημα (συλλογή): «Μια εποχή στην Κόλαση» του Αρθούρου Ρεμπό, ταινία: «Το τελευταίο ταγκό στο Παρίσι» του Μπερνάρντο Μπερτολούτσι (στην πραγματικότητα είναι του Μάρλον Μπράντο), βιβλίο: (με τη γενικότερη έννοια» ο «Άμλετ» του Σέξπιρ.