Sunday, August 14, 2011

My American trip (κεφ. 14)

www.thea.gr

Ο Αλέξης Σταμάτης διασχίζει τη γέφυρα του Μπρούκλιν




Με αφορμή την παρουσίαση του βιβλίου του "Αμερικάνικη Φούγκα", το οποίο απέσπασε το Διεθνές Βραβείο Λογοτεχνίας του Αμερικανικού Ομοσπονδιακού Ιδρύματος Τεχνών, ο συγγραφέας Αλέξης Σταμάτης διέσχισε την Αμερική απ’ άκρη σε άκρη το 2008. Φανατικός ταξιδιώτης και όχι τουρίστας, κάθε εβδομάδα καταγράφει στο thea τις εμπειρίες του από εκείνο το «ταξίδι ζωής»- και παίρνει και εμάς μαζί του.



27. 9. 2008

H Brooklyn Bridge είναι μια από τις παλαιότερες κρεμαστές γέφυρες στις ΗΠΑ. Η κατασκευή της ολοκληρώθηκε το 1883 και ενώνει τα διαμερίσματα του Μανχάταν και του Μπρούκλιν. Το μήκος της είναι 486, 3 μ. και μέχρι το 1903 ήταν η μεγαλύτερη του κόσμου αλλά και η πρώτη κρεμαστή γέφυρα φτιαγμένη από ατσάλινα καλώδια. Από τα εγκαίνιά της κιόλας αποτελεί ένα εμβληματικό κομμάτι του ορίζοντα της Νέας Υόρκης.

Περπατώντας από το Ιστ Βίλατζ, είχα φτάσει στην αρχή της και κοίταζα απέναντι το Μπρούκλιν. Ξαφνικά θυμήθηκα το λόγο της ύπαρξης μου εδώ: την Αμερικανική Φούγκα. Κι αμέσως ένα απόσπασμα από το βιβλίο που μπορεί μεν να μιλάει για την άλλη διάσημη γέφυρα τις πόλης -την Ουάσινγκτον Μπριτζ- άλλα ουσιαστικά είναι σα ν’ αναφέρεται σ’ αυτή τη μοναδική γέφυρα, που μοιάζει με εικαστική εγκατάσταση, η οποία εκτεινόταν εμπρός μου.

Έμπαινε στο νησί του Μανχάταν, στην πρωτεύουσα του κόσμου, αυτής της γυάλινης κιβωτού του μεταμοντέρνου χρόνου, με τις οκτώ εκατομμύρια ψυχές της να στοιβάζονται στην πρύμνη, στην πλώρη κι στ’ αμπάρια. Καθώς η Μάστανγκ διέσχιζε την αέρινη σήραγγα κι έβλεπε τα ατσαλένια σκοινιά που τη συγκρατούσαν - βαριά και περήφανα, λαδωμένα με προορισμό, λες κι ήταν δεμένα σε κάποιο καμάκι που κάποιος τεχνοκράτης Άχαμπ ήταν έτοιμος να καρφώσει στον αόρατο Μόμπι Ντικ του Χάτσον Ρίβερ - ένιωθε την πραγματικότητα να μεταμορφώνεται, να διαλύεται και να ανασυγκροτείται σε μια χορδή μιας φανταστικής κιθάρας που μια μυστηριώδης δύναμη κρατούσε τεντωμένη, ορίζοντας ένας χρόνος κίβδηλος, ένα μεταμφιεσμένο παρόν, απ’ όπου όφειλε να αποδράσει οριστικά. Έμπαινε σε μια πόλη που ήταν μαζί προσομοίωση και γεγονός, που ήταν ταυτόχρονα η ίδια η αλήθεια και η παρωδία της, σε μια «πόλη των αριθμών». Μια πόλη μαθηματικής συγκίνησης, όπου κάθε κτίριο είναι μια αλγεβρική εξίσωση και μαζί ένας στίχος.

Η γέφυρα στην εποχή της ήταν ένα σύμβολο της αισιοδοξίας των καιρών. Όταν η τεχνολογία σήμαινε πρόοδο, όχι μόνο επιστημονική αλλά και της κοινωνίας. Όταν ο κόσμος, φτιάχνοντας μεγάλα έργα σαν κι αυτό, νόμιζε ότι εξελισσόταν σε όλα τα επίπεδα. Γινόταν «μεγαλύτερος», ουσιαστικότερος, πιο εξελιγμένος.

Απόλαυση και για τους πεζούς

Πανοραμική άποψη της γέφυρας

Το ίδιο βράδυ κάπου κοντά στο Astor Place. Βροχή, υγρασία. Οι υπόλοιπες 990 λέξεις κρυμμένες στην εικόνα

Photos: credit visusalphotos.com
Καθώς περπατούσα στον πεζόδρομο, ενώ με προσπερνούσαν άνθρωποι που έκαναν τζόκινγκ και ποδηλάτες, αναρωτιόμουν τι άραγε συνέβη και οι εξελίξεις της τεχνολογίας πλέον θεωρούνται αυτονόητες, ενώ ο οπτιμισμός που ακολουθούσε κάθε άλμα της ανθρωπότητας έχει χαθεί. Ζούμε την εποχή του αυτονόητου. Διέσχιζα την αυτονόητη γέφυρα καθώς γύρω μου εκατοντάδες αυτονόητοι κάτοικοι της αυτονόητης πόλης έκαναν την αυτονόητη βόλτα τους αναπνέοντας τον ίδιο αυτονόητο αέρα.
Σε μια γέφυρα που ενέπνευσε ποιητές σαν τον μεγάλο Χαρτ Κρέιν και φυσικά υπήρξε σκηνικό αμέτρητων ταινιών όπως τα «Deep Impact», «Godzilla», «I Am Legend», «Life After People», «Cloverfield,» «Enchanted» και «Kate & Leopold».

Λίγη ανάσα. Υπάρχει και μια σειρά αστείων που έχει να κάνει με την «πώληση» της γέφυρας και αποτελεί ένα inside joke της αμερικανικής κουλτούρας (η αλήθεια είναι ενός όχι και τόσο brilliant κομματιού της). Συνήθως πρόκειται για πλάκες που γίνονται σε επαρχιώτες ή κομπίνες σε αφελείς του στιλ «θέλεις να αγοράσεις την Ακρόπολη;» Το αστείο εμφανίζεται ακόμα και σ’ ένα επεισόδιο του Μπαγκς Μπάνι το 1949, όπου ο Μπαγκς πουλάει την ιστορία της γεφύρας σ΄ έναν όχι και τόσο ευφυή τουρίστα.

Είναι όμορφη η Brooklyn Bridge. Ειδικά εκεί που φτάνεις στο σημείο με τα τεντωμένα ατσάλινα σκοινά και γυρίζεις πίσω και κοιτάς την κορυφογραμμή του Μανχάταν όπως την σχηματίζουν οι κατακόρυφοι πύργοι του, νιώθεις αυτή την υπέροχη γεωμετρία, την αίσθηση πως εδώ βρίσκεσαι σ’ ένα τοπίο φτιαγμένο από ανθρώπινο χέρι, ένα τοπίο όπου ο άνθρωπος, για να το κατοικήσει, προσπάθησε να ξεπεράσει τις δυσκολίες του νερού, της γης, της μορφολογίας του εδάφους και με υλικό ακριβώς αυτή την ίδια γη, τα ορυκτά, τα μεταλλεύματα και τα στοιχεία της έστυψε το μυαλό του κι έφτιαξε ένα τέτοιο περιβάλλον για να ζει. Δεν είναι τόσο η φουτουριστική αισθητική και το διαχρονικό χιπ της πόλης. Πιθανόν, βέβαια, το ίδιο θα αισθανόμουν κοιτάζοντας κι έναν καταυλισμό όπως τον Τουαρέγκ από τον λόφο της Σαχάρα. Εκείνο που σε μαγεύει είναι η επεξεργασία της φύσης. Φαντάζεσαι το έρημο πριν και το ντύνεις με το επεξεργασμένο τώρα. Μια επιμέλεια χάους.

Κι όποτε η φύση γουστάρει, δίνει μια και τα διαλύει. Όμως, θα διαβάσει κανείς και στην «Παλατινή Ανθολογία»: «Από το ουδέν οδεύεις στο μηδέν. Στη διαδρομή θα δεις τον ήλιο».
Ένας σκειτμπορντάς που πέρασε σαν άνεμος ξυστά από δίπλα μου με ξύπνησε απότομα από τους συλλογισμούς μου.

No comments: