Monday, September 29, 2008

Brooklyn bridge revisited (2008)

Έμπαινε στο νησί του Μανχάταν, στην πρωτεύουσα του κόσμου, αυτής της γυάλινης κιβωτού του μεταμοντέρνου χρόνου, με τις οκτώ εκατομμύρια ψυχές της να στοιβάζονται στην πρύμνη, στην πλώρη κι στ’ αμπάρια. Καθώς η Μάστανγκ διέσχιζε την αέρινη σήραγγα κι έβλεπε τα ατσαλένια σκοινιά που την συγκρατούσαν - βαριά και περήφανα, λαδωμένα με προορισμό, λες κι ήταν δεμένα σε κάποιο καμάκι που κάποιος τεχνοκράτης Άχαμπ ήταν έτοιμος να καρφώσει στον αόρατο Μόμπι Ντικ του Χάτσον Ρίβερ - ένιωθε την πραγματικότητα να μεταμορφώνεται, να διαλύεται και να ανασυγκροτείται σε μια χορδή μιας φανταστικής κιθάρας που μια μυστηριώδης δύναμη κρατούσε τεντωμένη, ορίζοντας ένα χρόνο κίβδηλο, ένα μεταμφιεσμένο παρόν, απ’ όπου όφειλε να αποδράσει οριστικά. Έμπαινε σε μια πόλη που ήταν μαζί προσομοίωση και γεγονός, που ήταν ταυτόχρονα η ίδια η αλήθεια και η παρωδία της, σε μια ‘πόλη των αριθμών’, όπως είχε πει ο Ντεβντάν. Μια πόλη μαθηματικής συγκίνησης, όπου κάθε κτίριο είναι μια αλγεβρική εξίσωση και μαζί ένας στίχος.

Αυτή η διαδοχή γυάλινων όγκων και σπινθήρων που αντίκριζε έμοιαζε με μια ορθολογική σπείρα, που αντί να κινεί μια γραμμή κοχλιωτά, παράγοντας ένα οικοδομικό γονιδίωμα, μια αρχιτεκτονική εφαρμογή του υλικού της ζωής, αντίθετα, την εξακόντιζε ευθύγραμμα προς τα ουράνια, σαν σφήνα, αποκαλύπτοντας ταυτόχρονα έναν ανάποδο, ξεχασμένο, υπόγειο τόπο, όπου βρίσκονται τα θεμέλια της νύχτας, των αριθμών, της γνώσης. Εκεί βαθιά, στην πιο βαθιά πύλη, στην πιο βαθιά πόλη του κόσμου, στους εσώτατους φλοιούς, εκεί όπου κατοικεί η μνήμη. Είχε φτάσει πια στο ορυχείο.
Το καναρίνι τελικά είχε ζήσει, είχε ξεφύγει από το κλουβί κι είχε διασχίσει μια μια τις σήραγγες. Απέμενε η τελευταία για να αναδυθεί αναγεννημένο, νικητήριο, στον καθαρό αέρα, στη νεκρή φύση της ζωής.


Οδηγούσε στη γέφυρα του Μπρούκλιν νιώθοντας τις σκιές όλων των προσώπων που γνώρισε τις τελευταίες βδομάδες να τον καταδιώκουν. Ένας φυγάς, φυγάς από τη χώρα του, φυγάς από τον εαυτό του, φυγάς από τον Μαρσέλο, φυγάς από τους ‘απαιτούντες’, φυγάς από τους ‘ενδιαφερόμενους’, φυγάς από τον Μάρτιν, φυγάς από τον Λάντι, από τη Λόρα, φυγάς απ’ όλους. Ένας φυγάς στο κέντρο μιας τρελής καταδίωξης, σ’ έναν τρελό τόπο. Μια καταδίωξη στη ‘χώρα της ‘ελευθερίας’. Μια Αμερικάνικη φούγκα.
Παρόλο που η κυματιστή κορυφογραμμή των ουρανοξυστών έτσι όπως την αντίκριζε πλησιάζοντας στο τέρμα της γέφυρας, έμοιαζε με τις απολήξεις μουσικών σύμβολων σ’ ένα φανταστικό πεντάγραμμο, ωστόσο ήταν εκείνος που έγραφε ακόμα την παρτιτούρα. Ο συνθέτης ήταν ο ίδιος Δημιουργούσε στο χώρο και το χρόνο. Μόνο που αντί για νότες, χρησιμοποιούσε λέξεις, έννοιες, συναισθήματα. Ύφαινε την ίδια του την πλοκή. Συνέθετε την αμερικάνικη του φούγκα.

2 comments:

ΟΛΓΑ said...

Αυτή η αίσθηση αποξένωσης της ΝΥ είναι η μεγάλη γοητεία της. Η αίσθηση ότι κινείσαι χωρίς να χρειάζεται να έχεις πάντα ταυτότητα, χωρίς να πρέπει να εξηγείς, να δικαιολογείς, να σκέφτεσαι πάντα και τα πάντα. Η ανυπαρξία χρόνου και συγκεκριμένων δομών. Πραγματικά το τέλειο σκηνικό για τον ήρωά σου.
Ίσως πάλι και όλα αυτά να είναι λυτρώτικα μόνο επειδή ξέρουμε, σαν επισκέπτες, ότι πάντα περιμένει η πτήση της επιστροφής να μας φέρει πίσω.
Γίνεται, όμως, κάθε φορά που αφήνεις την ΝΥ να μην υπόσχεσαι ότι θα ξανάρθεις?

Alexis Stamatis said...

poli sosta ta les olga.. me odigises kai se sxetiko post