ΤΟ ΧΕΡΙ ΠΟΥ ΧΕΙΡΟΚΡΟΤΕΙ
Tα ήσυχα νερά μιας λίμνης· καλαμιέςσχεδόν σιωπή
κοιτάζω ψηλά - τα μάτια όπως δυο χαραματιές, γιατί ο ήλιος...
απέναντι ένας φράχτης, κι ένας φωτοφράχτης που τον ακινητοποιεί
Τι θα ’κανα δίχως αυτό το τοπίο, χωρίς αυτή τη φύση;
Χρόνια ενήλικας στη μέγιστη διάσταση του εγκεφάλου
στην μέγιστη διάσταση του κεφαλιού
σύρομαι από το μακρύ κορδόνι και δεν φτάνω
τρία σκοινιά πλεγμένα: αγάπη, φόβος, αγάπη
κατάσαρκα στον άλλον θρυμματίζομαι
κι ούτε ίχνος από εκείνο
Αρχάριος στο φως του Ντάντε
κι ούτε ίχνος από εκείνο
Ταξιδεύω όλες τις προθεσμίες
πως είναι το είναι;
χωρομέτρης του χρόνου
περιμένω με την στιγμή στο χέρι
στα όρια του υπολογίσιμου
κι εκεί που πάει να μυρίσει δράση
πράττω
κι ούτε ίχνος από εκείνο
Ως να αρχίσει το φως τις οικειότητες
κάθε καμπύλη είναι διαφορετική
- επιδιορθώνω την εικόνα, ένα δαχτυλάκι μοίρα -
και τα πράγματα μισανοίγουν γύρω μου
Πολλάκις από καταβολής
άπαξ επί τη συντελεία
έτσι πρέπει να βλέπουμε την καταγωγή
Δεν απομακρύνομαι από καμία πατρίδα
είμαι στα δόντια ενός τροχού· όχι
είμαι ανάμεσα στα δόντια ενός τροχού
πάνω στο σπασμένο ξύλο επιπλέοντας
κοιτάζω τον βυθό· διακρίνεται πεντακάθαρα
το παιδικό ποδήλατο φαγωμένο από τις πέστροφες
δίπλα ένα ρολόι με σπασμένες ακτίνες
ακίνητο στην τελική μου ώρα
κι ούτε ίχνος από εκείνο
Είμαι πάνω στο τροχό
όχι, όχι! είμαι ο ίδιος ο τροχός
ο προς σύστασιν συστημένος
Ένα μικρό ελάφι σκύβει πάνω από ένα κόκαλο
όταν τα χείλη του το αγγίζουν
υπάρχει μία πρόνοια, ένα κάτι επί πλέον
ένα προϋπάρχον
όλα δέονται
κι όλα συνδέονται
Ό,τι χάθηκε ο χρόνος δεν το αποκαθιστά·
το αποτελειώνει
κι απομένει μόνο ένα χέρι
που χειροκροτεί
την ίδια του την πράξη
κι ούτε ίχνος από εκείνο
No comments:
Post a Comment