|
Ο θάνατος του βιβλιοπωλείου της γειτονιάς: Morningside Bookshop
Με αφορμή την παρουσίαση του βιβλίου του "Αμερικάνικη Φούγκα", το οποίο απέσπασε το Διεθνές Βραβείο Λογοτεχνίας του Αμερικανικού Ομοσπονδιακού Ιδρύματος Τεχνών, ο συγγραφέας Αλέξης Σταμάτης διέσχισε την Αμερική απ’ άκρη σε άκρη το 2008. Φανατικός ταξιδιώτης και όχι τουρίστας, κάθε εβδομάδα καταγράφει στο thea τις εμπειρίες του από εκείνο το «ταξίδι ζωής»- και παίρνει και εμάς μαζί του. |
1. 2. 2008
Πριν από δυo περίπου χρόνια, πλοηγούμενος (τί κιτσάτη λέξη) στο δίκτυο, το βλέμμα μου έπεσε τυχαία σε ένα άρθρο της πολιτιστικής σελίδας των New York Times. Ο τίτλος του ήταν: «Morningside Heights Journal: Neighbors Saying Farewells to Bookshop They Couldn’t Save». Η ημερομηνία: 30. 5.2009. Το μυαλό μου πήγε αμέσως 8 ακριβώς μήνες πίσω, στις 30.9.3008 όταν έκανα την πρώτη μου παρουσίαση σε βιβλιοπωλείο στη Νέα Υόρκη. Ήταν εκεί. Ακριβώς σε αυτό το μικρό, υπέροχο, συνοικιακό βιβλιοπωλείο. Το Morningside Bookshop. Μιλάμε για ένα ανεξάρτητο βιβλιοπωλείο που έκλεινε μετά από 50 χρόνια λειτουργίας…
Στην Αμερική τα αγαπάνε τα βιβλιοπωλεία και εν γένει τα πολιτιστικά στέκια στις γειτονιές τους. Όταν κάποιο κλείνει, η «ταφή» γίνεται ζήτημα ολόκληρης της κοινότητας. Απ’ ό,τι διάβασα, την τελευταία εβδομάδα πριν το κλείσιμο του Morningside έγινε ο χαμός. Δεκάδες παιδιά μαζεύτηκαν στη «βουδιστική» γωνιά του βιβλιοπωλείου και τραγούδησαν «You Are My Sunshine», ενώ άλλα έτρεχαν γύρω από τους γονείς τους που μαζεύονταν στο χώρο με τα Penguin Classics. Ολόκληρη φυσικά η εβδομάδα ήταν γεμάτη και με εκδηλώσεις για ενήλικους: βραδιές ποίησης, ομιλίες, ένα εργαστήριο δημιουργικής γραφής αλλά φυσικά, και ένα πάρτι αποχαιρετισμού από τους ιδιόκτητες, τον Πίτερ Σότερ και τη γυναίκα του Αμέλια Λίντεν τους όποιους θυμάμαι με πολύ αγάπη.
Το βιβλιοπωλείο βρισκόταν στα γωνία της Μπρόντγουεϊ και της 114ης οδού δίπλα στη σκιά του περίφημου Πανεπιστημίου Κολούμπια το οποίο ήταν και ο ιδιοκτήτης του. Ο εκπρόσωπος του Πανεπιστημίου δήλωσε πως η διοίκηση προσπάθησε να κρατήσει το βιβλιοπωλείο ανοιχτό, αλλά κατέθεσε στοιχεία που αποδείκνυαν πως είχε χρέος $158,000 από νοίκια. Κάτι που ο κ. Σότερ παραδέχτηκε. Τα $9000 το μήνα που πλήρωνε ως νοίκι στο Πανεπιστήμιο ήταν πολλά για την επιχείρηση... Λάτρεις του βιβλίου, ακαδημαϊκοί και άνθρωπου του χώρου προσπάθησαν να πείσουν το Πανεπιστήμιο να επιτρέψει την λειτουργία του χώρου, με το επιχείρημα ότι δεν είναι δυνατόν ένα Πανεπιστήμιο να κλείνει έναν χώρο πολιτισμού μιας γειτονιάς. Μάλιστα γύρω στους 50 ιδιώτες προσέφεραν περίπου $68,000. Όλα αυτά όμως εντέλει δεν ήταν αρκετά. Το βιβλιοπωλείο έκλεισε μέσα σε γενική συγκίνηση. Μια γυναίκα από τη γειτονιά τα ΄πε όλα σε δυο φράσεις: «Το βιβλιοπωλείο της γειτονιάς σου γίνεται ένα κομμάτι σου. Άμα το χάνεις, είναι σαν να χάνεις ένα δάχτυλο, ένα χέρι».
Φυσικά τότε δεν θα μπορούσα να ξέρω ότι κάτι τέτοια θα γινόταν καθημερινότητα όχι μόνο για τα βιβλιοπωλεία και τους πολιτιστικούς χώρους άλλα και πάσης φύσεως μαγαζιά στην πατρίδα μου.
Οκτώ μήνες νωρίτερα λοιπόν, βρισκόμουν στον φιλόξενο αυτόν χώρο, χωρίς να έχω ιδέα για όλο αυτό το παρασκήνιο, και ό,τι επρόκειτο να συμβεί, πίνοντας καφέ με τον Πίτερ και τη Λένικα που θα μου διάβαζε αποσπάσματα και ετοιμάζοντας την εκδήλωση. Αρχίσαμε με την ανάγνωση εναλλάξ. Ήταν ένα απόσπασμα που εκτυλίσσονταν στη φάρμα ενός δευτερεύοντα ηρώα, του Ρον Λάντι.
«Πήγαινε κοντά στον Ρον να σας πάρω μια φωτογραφία με το κινητό». Ο οικοδεσπότης τους αντέδρασε αμέσως.
«Του διαβόλου πράγματα είναι αυτά. Εξ άλλου δεν δουλεύουν εδώ πέρα». Το δεξί του μάτι είχε αρχίσει να γίνεται υγρό.
«Έχεις πρόβλημα με την τεχνολογία;» ρώτησε εκείνος.
«Όταν μου δίνει ήχο στην κιθάρα, όχι. Όμως τούτα δω, το κινητό, το i-pod, τα τσατ, δεν τους φέρνουν κοντά, τους αποξενώνουν. Ούτε καν η μέρα πια δεν χει τους ήχους του παρελθόντος» είπε τραβώντας το πρώτο φωνήεν στη ‘μέρα’.
Τώρα στις πόλεις βλέπεις ανθρώπους με organizers, να μονολογούν σαν τους τρελούς μ’ αυτά τα ακουστικά,ή ν’ ακούν συνέχεια κάτι. Η ψυχαγωγία έχει γίνει μανία. Νομίζεις ότι τα προσωποποιείς όλα, έχεις το φωτογραφικό σου στούντιο σε μια οθονούλα, την προσωπική σου τράπεζα σε μια πλαστική κάρτα, την προσωπική σου μουσική σ’ ένα μικρό κουτί, όλο σου τον κόσμο στην παλάμη σου, αλλά δεν καταλαβαίνεις ότι όλα αυτά, άλλοι τα έχουν προαποφασίσει για σένα και σε κρατάνε στο χέρι.
«Έχω κι εγώ ένα μουσικό κουτί, αλλά για δες πόσο διαφορετικό είναι», είπε ο Λάντι και κατευθύνθηκε προς την δεξιά άκρη του δωματίου. Εκεί, πάνω σε μια μπερζέρα, βρίσκονταν ένα μαύρο σκαλιστό κουτάκι […] άνοιξε πανεύκολα με το πάτημα ενός κουμπιού κι από μέσα εμφανίστηκε μια πορσελάνινη κούκλα με αρθρώσεις. Ήταν ένας ηλικιωμένος μαύρος που καθόταν σε μια παλιά καρέκλα με μια κιθάρα στο χέρι. Τα μαλλιά του ήταν λευκά και φορούσε μαύρα γυαλιά.
«Ο Τυφλός Γουίλι Μακ Τελ. Ακούστε». Ο Λάντι πάτησε ένα άλλο κουμπί και η κούκλα άρχιζε να γυρίζει κυκλικά γύρω από τον άξονά της, να κουνάει ρυθμικά το κεφάλι δεξιά αριστερά και να χτυπάει με το δεξί της χέρι την κιθάρα. Ταυτόχρονα ακούγονταν μουσική και μια βαθιά φωνή που τραγουδούσε τους στίχους:
Η ταφόπετρα είν’ το μαξιλάρι μου, η κρύα γη είν’ το κρεβάτι μου
Ο γαλάζιος ουρανός είν’ η κουβέρτα μου, το φεγγάρι το σκέπασμά μου
Νωρίς ένα πρωί, ο Χάρος ήρθε στο δωμάτιό μου
Και ναι, πήρε την μανούλα μου, νωρίς ένα πρωινό
Μ’ άφησε να κλαίω και να θρηνώ, να θρηνώ σα πιτσουνάκι
Ο Χάρος ήρθε και πήρε τη μανούλα μου, τον μόνο φίλο που αγαπούσα
Κύριέ μου ελέησέ με, κι ήταν η μόνη φίλη π’ αγαπούσα
Από τότε που πέθανε η μανούλα μου και μ’ άφησε μονάχο
Όλοι οι φίλοι μ’ εγκατέλειψαν, δεν έχω πια ούτε σπίτι
Θέλω να κλάψω, να θρηνήσω
Θέλω να κλάψω, να θρηνήσω…
Τώρα που το ξαναθυμάμαι οι τελευταίοι στίχοι του Blind Willy ακούγονται σαν ένας θρήνος για τον τέλος ενός μικρού και όμορφου χώρου που στέγαζε τόσες και τόσες ιστορίες.
No comments:
Post a Comment